ἐνεχθῆναι

ἐνεχθῆναι
φέρω
fero
aor inf pass

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διηνεκής — ές (AM διηνεκής, ές) (για χρόνο) αιώνιος, ατελεύτητος, παντοτινός αρχ. 1. συνεχής, αδιάκοπος 2. «εις το διηνεκές» για πάντα 3. (το ουδ. ως επίρρ.) διηνεκώς και ποιητ. διηνεκέως συνεχώς, ασταμάτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. της αττικής διαλέκτου (ο δωρ …   Dictionary of Greek

  • κεντρηνεκής — κεντρηνεκής, ές (Α) (για άλογο) αυτός που κεντρίζεται, που παροτρύνεται για να τρέξει («κεντρηνεκέας ἔχον ἵππους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + ηνεκής. Το β συνθετικό τής λ. ανάγεται σε τ. ενεκ ής, στον οποίο απαντά το θέμα τών ἐνεγκεῖν,… …   Dictionary of Greek

  • σπεκουλάτωρ — ορος, ὁ, ΜΑ αξιωματούχος τού επιτελείου τού αρχηγού λεγεώνας τού ρωμαϊκού στρατού ή διοικητή επαρχίας που είχε ως αποστολή την αναζήτηση τών προγεγραμμένων ή τών καταδικασμένων σε θάνατο («καὶ εὐθέως ἀποστείλας ὁ βασιλεὺς σπεκουλάτορα ἐπέταξεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”